- πραγκαρόλι
- το, Ναλιευτικό όργανο που χρησιμοποιείται στο ψάρεμα τών καλαμαριών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πράγκα — (Praga). Επώνυμο Ιταλών λογοτεχνών. 1. Αιμίλιος (1839 – 1875). Ποιητής. Έζησε στο Μιλάνο, όπου κυριάρχησε, για ένα διάστημα, στην πνευματική και καλλιτεχνική ζωή της πόλης. Πολλοί τον εντάσσουν στους λεγόμενους καταραμένους ποιητές. Η… … Dictionary of Greek